- ἀμφιθαλεύς
- ἀμφι-θᾰλεύς, έος, ὁ,A = παῖς ἀμφιθαλής, hence, in religious ceremonies, acolyte,
τῶν μεγάλων Ἀντωνίων BCH10.415
([place name] Thyatira) :— hence [suff] ἀμφι-θαλεύω, τὰ μεγάλα Ἀσκληπιεῖα ib.11.98 (ibid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.